- ιλυσπαστικος
- ἰλυσπαστικός3ползающий, пресмыкающийся
(ζῷα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ζῷα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιλυσπαστικός — ἰλυσπαστικός, ή, όν (Α) [ιλυσπώμαι] αυτός που δημιουργεί ελικοειδή, περιστροφική κίνηση … Dictionary of Greek
ἰλυσπαστικά — ἰλυσπαστικός of neut nom/voc/acc pl ἰλυσπαστικά̱ , ἰλυσπαστικός of fem nom/voc/acc dual ἰλυσπαστικά̱ , ἰλυσπαστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)